τεκμηριώνω

τεκμηριώνω
[-ώ(ο)] μετ. доказывать, свидетельствовать; представлять доводы

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Смотреть что такое "τεκμηριώνω" в других словарях:

  • τεκμηριώνω — τεκμηριώνω, τεκμηρίωσα βλ. πίν. 3 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • τεκμηριώνω — τεκμηριῶ, όω, ΝΜΑ, και μέσ. τεκμηριοῡμαι, όομαι, ΜΑ [τεκμήριον] αποδεικνύω με τεκμήρια, στηρίζω άποψη σε τεκμήριο (α. «δεν τεκμηρίωσε ικανοποιητικά την άποψή του» β. «τεκμηριοῑ δὲ μάλιστα Ὅμηρος», Θουκ.) νεοελλ. (το γ εν. πρόσ. ενεστ.)… …   Dictionary of Greek

  • τεκμηριώνω — τεκμηρίωσα, τεκμηριώθηκα, τεκμηριωμένος, αποδείχνω με τεκμήρια, με αποδείξεις: Η ενοχή του τεκμηριώθηκε …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ντοκουμεντάρω — τεκμηριώνω, στηρίζω τη γνώμη μου ή την άποψη μου σε ντοκουμέντα, αποδεικνύω κάτι με ντοκουμέντα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. documentare «υποστηρίζω εγγράφως, τεκμηριώνω»] …   Dictionary of Greek

  • θεμελιώνω — (AM θεμελιῶ, όω) [θεμέλιο] 1. βάζω θεμέλια, ρίχνω θεμέλια, («πύργους... φοίνιξι θεμελιώσας», Ξεν.) 2. μτφ. θέτω τις πρώτες βάσεις, στηρίζω, στερεώνω, χτίζω, δημιουργώ, ριζώνω («πάνω στη δικαιοσύνη θεμελιώνονται τα καλά πολιτεύματα») νεοελλ. 1.… …   Dictionary of Greek

  • ντεσπουτάρω — (Μ) 1. συζητώ, εκθέτω τις απόψεις μου σχετικά με ένα θέμα και τίς τεκμηριώνω με επιχειρήματα 2. μιλώ, αγορεύω. [ΕΤΥΜΟΛ. < βεν. desputar < λατ. disputo «σκέπτομαι, συζητώ για ένα θέμα»] …   Dictionary of Greek

  • τεκμηρίωση — η / τεκμηρίωσις, ώσεως, ΝΜΑ η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού τεκμηριώνω, η συναγωγή συμπεράσματος βάσει τεκμηρίων, η θεμελίωση μιας άποψης με τεκμήρια νεοελλ. 1. τεχνολ. σύστημα λειτουργιών και μεθόδων που διευκολύνει τη συλλογή, αναζήτηση και… …   Dictionary of Greek

  • τεκμηριωτικός — ή, ό, Ν [τεκμηριώνω] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην τεκμηρίωση ή αυτός που τεκμηριώνει (α. «τεκμηριωτική εργασία» β. «τεκμηριωτική ανάλυση») 2. φρ. «πρωτογενής τεκμηριωτική εργασία» (πληροφ.) η κατάρτιση για λογαριασμό ορισμένου χρήστη… …   Dictionary of Greek

  • τεκμηριώ — όω, ΜΑ βλ. τεκμηριώνω …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»